- ευαγωγία
- εὐαγωγία, ἡ (Α) [ευάγωγος]1. καλή αγωγή, καλή ανατροφή, καλή εκπαίδευση2. η ευκολία κάποιου στο να καθοδηγείται, το ευάγωγον («εὐαγωγία ψυχῆς πρὸς λόγους», Πλάτ.)3. ευπείθεια («κουφότης καὶ εὐαγωγία», Φιλόστρ.).
Dictionary of Greek. 2013.